- κηδοσύνῃ
- κηδοσύνηyearningfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια … Dictionary of Greek
κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)